(λίθινον Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θυείδιον — θυείδιον, τὸ (Α) [θυείον] υποκορ. τού θυεία* … Dictionary of Greek
θυείδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)